- πουδράρω
- και πουδραρίζω Ν [πούδρα]καλύπτω με πούδρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουδράρω — πουδράρω, πουδράρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πουδράρω — και πουδραρίζω, πασπαλίζω, βάζω πούδρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πουδράρισμα — το, Ν [πουδράρω / πουδραρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πουδράρω … Dictionary of Greek
αλευρώνω — 1. πασπαλίζω με αλεύρι 2. λερώνω με αλεύρι 3. πασπαλίζω με πούδρα, πουδράρω 4. μεσ. μορφώνομαι επιφανειακά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεύρωμα] … Dictionary of Greek
πουδραρίζω — Ν βλ. πουδράρω … Dictionary of Greek